σιδηρωτήριο

σιδηρωτήριο
το, Ν
βλ. σιδερωτήριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιδερωτήριο — και σιδηρωτήριο, το, Ν 1. ηλεκτρική συσκευή για σιδέρωμα 2. κατάστημα όπου σιδερώνονται τα ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερώνω + επίθημα τήριο (πρβλ. στεγνω τήριο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”